- μεσοπατριαρχία
- η1. εκκλ. η μεταξύ δύο πατριαρχιών χρονική περίοδος κατά την οποία ο πατριαρχικός θρόνος διοικείται από τοποτηρητή2. (κατ' επέκτ.) κάθε μεταβατική περίοδος, προσωρινότητα, μεταβατικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* πατριαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.